- δικόνδυλος
- δι-κόνδυλος, zweigelenkig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικόνδυλος — δικόνδυλος, ον (Α) (για τα δάχτυλα) αυτός που έχει δύο κονδύλους, κλειδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόνδυλος «κλείδωση»] … Dictionary of Greek
δικόνδυλοι — δικόνδυλος double knuckled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek